- πυθιονίκας
- πῡθῑονίκᾱς , Πυθιονίκηςconqueror in the Pythian gamesmasc acc plπῡθῑονίκᾱς , Πυθιονίκηςconqueror in the Pythian gamesmasc nom sg (epic doric aeolic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Πυθιονίκας — Πυθιονίκᾱς , Πυθιονίκη conqueror in the Pythian games fem acc pl Πυθιονίκᾱς , Πυθιονίκη conqueror in the Pythian games fem gen sg (doric aeolic) Πῡθῑονίκᾱς , Πυθιονίκης conqueror in the Pythian games masc acc pl Πῡθῑονίκᾱς , Πυθιονίκης… … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πυθιονίκης — ο, ΝΑ, δωρ. τ. πυθιονίκας, θηλ. πυθιονίκη και πυθονίκη, Α (το αρσ.) νικητής τών πυθικών αγώνων αρχ. 1. (το θηλ. ως κύριο όν.) ἡ Πυθιονίκη α) περιβόητη εταίρα αγαπημένη τού Αρπάλου, φίλου και θησαυροφύλακα τού Μεγάλου Αλεξάνδρου β) προσωνυμία τής… … Dictionary of Greek